- παραλίτης
- παρᾰλίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A one of the crew of the Πάραλος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραλίτης — παραλί̱της , παραλίτης one of the crew of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλίτης — ὁ, Α [πάραλος] (κατά τον Ησύχ.) μέλος τού πληρώματος τής Παράλου, τού ιερού πλοίου τών Αθηναίων … Dictionary of Greek
παραλῖται — παραλίτης one of the crew of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)